- κλάματα
- κλάμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
κλαυτός — και κλαυστός, ή, ό (Α κλαυστός και κλαυτός, ή, όν) [κλαίω] άξιος για κλάματα, αξιοθρήνητος νεοελλ. 1. αυτός που κλαίει, κλαμένος 2. αυτός που τόν έκλαψαν, τόν μοιρολόγησαν. επίρρ... κλαυτά με κλάματα, κλαψιάρικα, παραπονιάρικα … Dictionary of Greek
Ta zeibekika tis nychtas — Infobox Album | Name = Ta zeibekika tis nychtas Type = Album Artist = Various Released = 2006 Recorded = Genre = zeibekika Length = approx. 1 hr Label = Sony BMG (Greece) Producer = Reviews = Last album = This album = Next album = Ta zeibekika… … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek
αγγελοκόβω — απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω] … Dictionary of Greek
αγγελόκομμα — το [αγγελοκόβω] παρεμπόδιση και συνεπώς παράταση τού ψυχορραγήματος κάποιου με κλάματα και φωνές που απομακρύνουν τον ψυχοπομπό άγγελο … Dictionary of Greek
ακλαυστεί — ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος] χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους … Dictionary of Greek
αξιοδάκρυτος — η, ο (AM ἀξιοδάκρυτος, ον) άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος … Dictionary of Greek